βραχνάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βραχνάς | οι | βραχνάδες |
γενική | του | βραχνά | των | βραχνάδων |
αιτιατική | τον | βραχνά | τους | βραχνάδες |
κλητική | βραχνά | βραχνάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βραχνάς < *βαρχνάς (με αντιμετάθεση) < μεσαιωνική ελληνική βαρυχνάς < *βαρυφνάς < *βαρυ-υπνάς < βαρυ- + ύπν(ος) -άς (δεν υπάρχει ετυμολογική συγγένεια με το επίθετο βραχνός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βραχνάς αρσενικό
- νυχτερινός εφιάλτης που, κατά τη λαϊκή παράδοση, οφείλεται σε μια δαιμονική οντότητα η οποία κάθεται πάνω στο στήθος του κοιμώμενου και δυσκολεύει την αναπνοή του
- (μεταφορικά) οτιδήποτε προκαλεί μεγάλη ανησυχία, στενοχώρια και άγχος
- βραχνάς μου έγινε αυτό το δάνειο για το σπίτι