βραχύφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχύφωνος η βραχύφωνη το βραχύφωνο
      γενική του βραχύφωνου της βραχύφωνης του βραχύφωνου
    αιτιατική τον βραχύφωνο τη βραχύφωνη το βραχύφωνο
     κλητική βραχύφωνε βραχύφωνη βραχύφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχύφωνοι οι βραχύφωνες τα βραχύφωνα
      γενική των βραχύφωνων των βραχύφωνων των βραχύφωνων
    αιτιατική τους βραχύφωνους τις βραχύφωνες τα βραχύφωνα
     κλητική βραχύφωνοι βραχύφωνες βραχύφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραχύφωνος < βραχύς + -φωνος (< φωνή)

Επίθετο[επεξεργασία]

βραχύφωνος, -η, -ο

  • αυτός που μιλάει με φωνή περιορισμένης έντασης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]