βρεχτοκούκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρεχτοκούκι | τα | βρεχτοκούκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βρεχτοκούκι | τα | βρεχτοκούκια |
κλητική | βρεχτοκούκι | βρεχτοκούκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρεχτοκούκι < μεσαιωνική ελληνική βρεχτός + κουκί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρεχτοκούκι ουδέτερο
- (σπάνιο) σπάνιος ενικός αριθμός της λέξης βρεχτοκούκια
- ※ Ο παπα—Νικόλας έμεινε αμίλητος κάμποση ώρα, κοιτάζοντας το αδειανό ποτήρι πάνω στο τραπέζι. ―Πάρε μεζέ κανένα βρεχτοκούκι, είπε ο ταβερνάρης. ―Βρεχτοκούκι; Πα πα πα! έκανε με ύφος κωμικό ο παπάς. Βρεχτοκούκι; Ο μέγας Πυθαγόρας απαγορεύει να τρώμε κουκιά, γιατί τα μαμουνάκια που έχουν μέσα είναι οι ψυχές των πεθαμένων. ―Α! έκανε ο κυρ-Αργύρης. Ώστε να μην τρώω κουκιά; ―Θα ’πρεπε να σ’ αφήσω να το πιστέψεις, γιατί με πότισες και δεύτερο τσίπουρο και μ’ έφερες στο κέφι. Μα, να πεις, πρέπει μάλλον να σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτό. Σηκώθηκε, λίγο βαρύς. Ο ταβερνάρης τον πήγε ώσαμε την πόρτα. (Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, 1962-1963)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρεχτοκούκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)