βρογχιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βρογχιακός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του βρογχικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βρόγχος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρογχιακός
|