βρογχοδιασταλτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρογχοδιασταλτικό τα βρογχοδιασταλτικά
      γενική του βρογχοδιασταλτικού των βρογχοδιασταλτικών
    αιτιατική το βρογχοδιασταλτικό τα βρογχοδιασταλτικά
     κλητική βρογχοδιασταλτικό βρογχοδιασταλτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρογχοδιασταλτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βρογχοδιασταλτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βρογχοδιασταλτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βρογχοδιασταλτικό