βρύχιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
βρῠχιο- ή βρῡχιο-
ονομαστική βρύχιος βρυχί
βρύχιος
τὸ βρύχιον
      γενική τοῦ βρυχίου τῆς βρυχίᾱς
βρυχίου
τοῦ βρυχίου
      δοτική τῷ βρυχί τῇ βρυχί
βρυχί
τῷ βρυχί
    αιτιατική τὸν βρύχιον τὴν βρυχίᾱν
βρύχιον
τὸ βρύχιον
     κλητική ! βρύχιε βρυχί
βρύχιε
βρύχιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βρύχιοι αἱ βρύχιαι
βρύχιοι
τὰ βρύχι
      γενική τῶν βρυχίων τῶν βρυχίων
βρυχίων
τῶν βρυχίων
      δοτική τοῖς βρυχίοις ταῖς βρυχίαις
βρυχίοις
τοῖς βρυχίοις
    αιτιατική τοὺς βρυχίους τὰς βρυχίᾱς
βρυχίους
τὰ βρύχι
     κλητική ! βρύχιοι βρύχιαι
βρύχιοι
βρύχι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βρυχίω τὼ βρυχί
βρυχίω
τὼ βρυχίω
      γεν-δοτ τοῖν βρυχίοιν τοῖν βρυχίαιν
βρυχίοιν
τοῖν βρυχίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βρύχιος < *βρύξ (αιτιατική: βρύχα) + -ιος

Επίθετο[επεξεργασία]

βρύχιος, -α / -ος, -ον

  1. βαθύς, αναφερόμενος στη θάλασσα / από τα βάθη της θαλάσσης
    ※  τοῖσιν δὲ Γλαῦκος βρυχίης ἁλὸς ἐξεφαάνθη, (Απολλώνιος o Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1310)
  2. (για στεναγμό) βαθύς
    ※  βρύχιον ὑποστένειν (Ηλιόδωρος 6. 9.)
  3. βαθύς, υπόκωφος, βροντερός, αναφερόμενος σε θόρυβο όπως αυτόν του κεραυνού
    ※  βρυχία δ᾽ ἠχὼ παραμυκᾶται βροντῆς, (Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, 1082)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]