γαιοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γαιοφάγος, -ος/-α, -ο
- που τρώει τη γη
- ↪ Η γαιοφάγος κατασκευή του μετρό προχωράει ακάθεκτη.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαιοφάγος