γεμολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεμολογικός η γεμολογική το γεμολογικό
      γενική του γεμολογικού της γεμολογικής του γεμολογικού
    αιτιατική τον γεμολογικό τη γεμολογική το γεμολογικό
     κλητική γεμολογικέ γεμολογική γεμολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεμολογικοί οι γεμολογικές τα γεμολογικά
      γενική των γεμολογικών των γεμολογικών των γεμολογικών
    αιτιατική τους γεμολογικούς τις γεμολογικές τα γεμολογικά
     κλητική γεμολογικοί γεμολογικές γεμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεμολογικός < γεμολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

γεμολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]