γεμολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γεμολόγος οι γεμολόγοι
      γενική του/της γεμολόγου των γεμολόγων
    αιτιατική τον/τη γεμολόγο τους/τις γεμολόγους
     κλητική γεμολόγε γεμολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεμολόγος < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική gemmologiste < gemme + -logiste (-λόγος)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεμολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]