γενικευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενικευτικός η γενικευτική το γενικευτικό
      γενική του γενικευτικού της γενικευτικής του γενικευτικού
    αιτιατική τον γενικευτικό τη γενικευτική το γενικευτικό
     κλητική γενικευτικέ γενικευτική γενικευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενικευτικοί οι γενικευτικές τα γενικευτικά
      γενική των γενικευτικών των γενικευτικών των γενικευτικών
    αιτιατική τους γενικευτικούς τις γενικευτικές τα γενικευτικά
     κλητική γενικευτικοί γενικευτικές γενικευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γενικευτικός < γενικεύω + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

γενικευτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]