γεροντολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεροντολογικός < γεροντολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
γεροντολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την γεροντολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεροντολογικός