γεωτεμάχιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεωτεμάχιο τα γεωτεμάχια
      γενική του γεωτεμαχίου
γεωτεμάχιου
των γεωτεμαχίων
    αιτιατική το γεωτεμάχιο τα γεωτεμάχια
     κλητική γεωτεμάχιο γεωτεμάχια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωτεμάχιο < γεω- + τεμάχιο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.o.teˈma.çi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐τε‐μά‐χι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεωτεμάχιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • γεωτεμάχιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)