γιαλόκλειστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιαλόκλειστος η γιαλόκλειστη το γιαλόκλειστο
      γενική του γιαλόκλειστου της γιαλόκλειστης του γιαλόκλειστου
    αιτιατική τον γιαλόκλειστο τη γιαλόκλειστη το γιαλόκλειστο
     κλητική γιαλόκλειστε γιαλόκλειστη γιαλόκλειστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιαλόκλειστοι οι γιαλόκλειστες τα γιαλόκλειστα
      γενική των γιαλόκλειστων των γιαλόκλειστων των γιαλόκλειστων
    αιτιατική τους γιαλόκλειστους τις γιαλόκλειστες τα γιαλόκλειστα
     κλητική γιαλόκλειστοι γιαλόκλειστες γιαλόκλειστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαλόκλειστος < γιαλός + κλειστός

Επίθετο[επεξεργασία]

γιαλόκλειστος, -η, -ο

  • ο περίκλειστος από γιαλό, αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα, συνεπώς η νήσος.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]