γιαλόκλειστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γιαλόκλειστος, -η, -ο
- ο περίκλειστος από γιαλό, αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα, συνεπώς η νήσος.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιαλόκλειστος
|