γιουβέτσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιουβέτσι | τα | γιουβέτσια |
γενική | του | γιουβετσιού | των | γιουβετσιών |
αιτιατική | το | γιουβέτσι | τα | γιουβέτσια |
κλητική | γιουβέτσι | γιουβέτσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιουβέτσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική güveç (βλέπε και το ρουμανικό ghiveci ("γλάστρα"), βουλγαρικό гювеч ("πήλινο μαγειρικό σκεύος")
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιουβέτσι ουδέτερο
- φαγητό που αποτελείται κυρίως από κρέας και κριθαράκι
- το πήλινο σκεύος στο οποίο παρασκευάζεται συνήθως το γιουβέτσι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γιουβέτσι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιουβέτσι