γιουβέτσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιουβέτσι τα γιουβέτσια
      γενική του γιουβετσιού των γιουβετσιών
    αιτιατική το γιουβέτσι τα γιουβέτσια
     κλητική γιουβέτσι γιουβέτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιουβέτσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική güveç (βλέπε και το ρουμανικό ghiveci ("γλάστρα"), βουλγαρικό гювеч ("πήλινο μαγειρικό σκεύος")

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιουβέτσι ουδέτερο

  1. φαγητό που αποτελείται κυρίως από κρέας και κριθαράκι
  2. το πήλινο σκεύος στο οποίο παρασκευάζεται συνήθως το γιουβέτσι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]