δάκτυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δάκτυλος οι δάκτυλοι
      γενική του δακτύλου
δάκτυλου
των δακτύλων
    αιτιατική τον δάκτυλο τους δακτύλους
     κλητική δάκτυλε δάκτυλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δάκτυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δάκτυλος. Δείτε και το δάχτυλο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈða.kti.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δά‐κτυ‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δάκτυλος αρσενικό

  1. (λόγιο) το δάχτυλο
  2. το άτομο ή η δύναμη που κρυφά κατευθύνει τις εξελίξεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ο ξένος δάκτυλος
  3. (μετρική) μετρικός πόδας που αποτελείται από μια μακρά (ή τονισμένη) συλλαβή και δύο βραχείες (ή άτονες) (—‿‿)
    ※  Αχ! και να | γύ-ρι-ζαν, | να ‘ρχον-ταν | πίσω _ (Ιωάννης Πολέμης, Χαμένα χρόνια)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη δάχτυλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]