δίφραγκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίφραγκο | τα | δίφραγκα |
γενική | του | δίφραγκου | των | δίφραγκων |
αιτιατική | το | δίφραγκο | τα | δίφραγκα |
κλητική | δίφραγκο | δίφραγκα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.fɾaŋ.ɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐φρα‐γκο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δίφραγκο ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τέρμα τα δίφραγκα: για να δηλωθεί ότι κάτι έχει τελειώσει ή ότι έχει παρθεί οριστική τελική απόφαση
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις φράγκο και Φράγκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δί- από το δίσ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)