δαχτυλιδόπετρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαχτυλιδόπετρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαχτυλιδόπετρα
|
δαχτυλιδόπετρα θηλυκό
|