δεκαπενταπλάσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεκαπενταπλάσιος < δεκαπέντ(ε) + -α- + -πλάσιος
Επίθετο[επεξεργασία]
δεκαπενταπλάσιος -α -ο
- που είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάτι άλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεκαπενταπλάσιος
|