δημιοεργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δημιοεργός | οἱ | δημιοεργοί |
γενική | τοῦ | δημιοεργοῦ | τῶν | δημιοεργῶν |
δοτική | τῷ | δημιοεργῷ | τοῖς | δημιοεργοῖς |
αιτιατική | τὸν | δημιοεργόν | τοὺς | δημιοεργούς |
κλητική ὦ! | δημιοεργέ | δημιοεργοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δημιοεργώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δημιοεργοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημιοεργός αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επικοί τύποι
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)