δημοσυντήρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δημοσυντήρητος
- που συντηρείται από κάποιο δήμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοσυντήρητος
|