διαδηλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδηλωμένος η διαδηλωμένη το διαδηλωμένο
      γενική του διαδηλωμένου της διαδηλωμένης του διαδηλωμένου
    αιτιατική τον διαδηλωμένο τη διαδηλωμένη το διαδηλωμένο
     κλητική διαδηλωμένε διαδηλωμένη διαδηλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδηλωμένοι οι διαδηλωμένες τα διαδηλωμένα
      γενική των διαδηλωμένων των διαδηλωμένων των διαδηλωμένων
    αιτιατική τους διαδηλωμένους τις διαδηλωμένες τα διαδηλωμένα
     κλητική διαδηλωμένοι διαδηλωμένες διαδηλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαδηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαδηλώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

διαδηλωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]