διαδηλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαδηλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαδηλώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαδηλωμένος, -η, -ο
- που έχει διαδηλωθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαδηλωμένος
|