διαθερμασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαθερμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαθερμαίνω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαθερμασμένος, -η, -ο
- που έχει διαθερμανθεί τελείως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαθερμασμένος
|