διακυβερνητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακυβερνητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
διακυβερνητικός, -ή, -ό
- που γίνεται με τη συμμετοχή των κυβερνήσεων πολλών κρατών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακυβερνητικός