διασυμμαχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασυμμαχικός < δια- + συμμαχικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διασυμμαχικός
- ο σχετικός με πολλά σύμμαχα κράτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασυμμαχικός
|