διατομίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατομίτης < ελληνιστική κοινή Διατομῖται < αρχαία ελληνική διατομή < διατέμνω < διά + τέμνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διατομίτης αρσενικό
- (γεωλογία) ιζηματογενές πέτρωμα που σχηματίζεται από τη συσσώρευση απολιθωμένων διατόμων· έχει πλήθος εφαρμογών ως πληρωτικό υλικό, υλικό διήθησης, μονωτικό, γυαλιστικό, φυσικό παρασιτοκτόνο κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διάτομα
- → δείτε τις λέξεις άτομο και τέμνω
- → δείτε τη λέξη τριπολῖτις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)