διευθυντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διευθυντισμός < διευθυντής + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dirigisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διευθυντισμός αρσενικό
- (πολιτική) (ιστορία) πολιτική ισχυρού κρατικού ελέγχου της οικονομίας και διαφόρων κοινωνικών δομών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Dirigisme στην αγγλική Βικιπαίδεια