δικαιολογητικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαιολογητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δικαιολογητικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ce.o.lo.ʝi.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐και‐ο‐λο‐γη‐τι‐κό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικαιολογητικό ουδέτερο
- έγγραφο ή παραστατικό που συνοδεύει μια επίσημη αίτηση ή δήλωση και την υποστηρίζει
- ↪ δεν έγινε δεκτή η φορολογική του δήλωση επειδή του έλειπαν ορισμένα δικαιολογητικά για τις δαπάνες του
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δικαιολογητικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του δικαιολογητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δικαιολογητικός