δικαιούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαιούμενος μετοχή ενεστώτα του δικαιούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
δικαιούμενος,η,ο
- εκείνος που έχει το δικαίωμα σε κάτι αυτή τη στιγμή ή εν δυνάμει, ανεξαρτήτως του αν θα κάνει χρήση του δικαιώματός του
- Οι δικαιούμενοι αποζημιώσεως, θα την λάβουν σε πέντε δόσεις
- Σε περίπτωση που ο δικαιούμενος για την άσκηση του ένδικου μέσου δεν ήταν παρών...
- αυτό που κάποιος δικαιούται
- Η δικαιούμενη άδεια...
- Τη δικαιούμενη νόμιμη αποζημίωσή του, θα...
- Ο άνθρωπος ζητάει μόνο τα δικαιούμενά του