διολισθαίνων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διολισθαίνων η διολισθαίνουσα το διολισθαίνον
      γενική του διολισθαίνοντος της διολισθαίνουσας
διολισθαινούσης*
του διολισθαίνοντος
    αιτιατική τον διολισθαίνοντα τη διολισθαίνουσα το διολισθαίνον
     κλητική διολισθαίνων διολισθαίνουσα διολισθαίνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διολισθαίνοντες οι διολισθαίνουσες τα διολισθαίνοντα
      γενική των διολισθαινόντων των διολισθαινουσών των διολισθαινόντων
    αιτιατική τους διολισθαίνοντες τις διολισθαίνουσες τα διολισθαίνοντα
     κλητική διολισθαίνοντες διολισθαίνουσες διολισθαίνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διολισθαίνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διολιστθαίνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διολισθαίνω / διολισθάνω

Μετοχή[επεξεργασία]

διολισθαίνων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]