διομολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διομολόγηση οι διομολογήσεις
      γενική της διομολόγησης* των διομολογήσεων
    αιτιατική τη διομολόγηση τις διομολογήσεις
     κλητική διομολόγηση διομολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διομολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διομολόγηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διομολόγησις < αρχαία ελληνική διομολογέω / διομολογῶ < ὁμολογέω / ὁμολογῶ < ὁμοῦ + λέγω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική capitulation. Μορφολογικά, δι- (διά) + ομολογη- + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διομολόγηση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]