διορισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διορίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.o.ɾiˈzme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
διορισμένος -η -ο
- (υπάλληλος) που έχει διοριστεί σε μια δημόσια θέση
- που έχει οριστεί και δεν έχει εκλεγεί