διπλωματική εργασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλωματική εργασία οι διπλωματικές εργασίες
      γενική της διπλωματικής εργασίας των διπλωματικών εργασιών
    αιτιατική τη διπλωματική εργασία τις διπλωματικές εργασίες
     κλητική διπλωματική εργασία διπλωματικές εργασίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διπλωματική εργασία < διπλωματική + εργασία

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

διπλωματική εργασία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]