δραματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðɾa.ma.to.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρα‐μα‐το‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δραματολογία θηλυκό
- η επιστημονική μελέτη των δραματικών έργων και το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δραματολογία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ δραματολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας