δραματολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δραματολόγος οι δραματολόγοι
      γενική του/της δραματολόγου των δραματολόγων
    αιτιατική τον/τη δραματολόγο τους/τις δραματολόγους
     κλητική δραματολόγε δραματολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δραματολόγος < δραματολογ(ία) + -ος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðɾa.ma.toˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρα‐μα‐το‐λό‐γος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δραματολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) άτομο που ασχολείται με τη δραματολογία
    ※  Και έτσι η δραματουργία της συγκεκριμένης παράστασης καταδεικνύει και ένα τρίτο σημείο: πόσο απαραίτητος είναι ένας δραματολόγος, ειδικά σε τέτοιου είδους δουλειές, ειδικά όσο το θέατρό μας κατακλύζεται από ομάδες που είτε εφευρίσκουν τα δικά τους κείμενα είτε χρησιμοποιούν τα ήδη υπάρχοντα θεατρικά έργα ως καμβά για προσωπικές παρεμβάσεις.
    Τώνια Καράογλου, Το κομμάτι που λείπει, elculture.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]