δυναστευμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυναστευμένος η δυναστευμένη το δυναστευμένο
      γενική του δυναστευμένου της δυναστευμένης του δυναστευμένου
    αιτιατική τον δυναστευμένο τη δυναστευμένη το δυναστευμένο
     κλητική δυναστευμένε δυναστευμένη δυναστευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυναστευμένοι οι δυναστευμένες τα δυναστευμένα
      γενική των δυναστευμένων των δυναστευμένων των δυναστευμένων
    αιτιατική τους δυναστευμένους τις δυναστευμένες τα δυναστευμένα
     κλητική δυναστευμένοι δυναστευμένες δυναστευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυναστευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δυναστεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

δυναστευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]