δυσήλατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσήλατος < δυσ- + -ήλατος < αρχαία ελληνική ἐλατός < ἐλαύνω
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσήλατος, -η, -ο
- (λόγιο) που σφυρηλατείται με δυσκολία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ελαύνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσήλατος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δυσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ήλατος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)