δυσαισθησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσαισθησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική dysesthesia < ελληνιστική κοινή δυσαισθησία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσαισθησία θηλυκό
- (ιατρική) δυσλειτουργία του νευρικού συστήματος που αφορά στη διαταραχή της κατανόησης της έντασης των εξωτερικών ερεθισμάτων και της πρόκλησης των ανάλογων αισθημάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσαισθησία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)