δυφιοαπεικόνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυφιοαπεικόνιση < σύνθετη λέξη δυφίο + απεικόνιση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bitmap
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυφιοαπεικόνιση | οι | δυφιοαπεικονίσεις |
γενική | της | δυφιοαπεικόνισης* | των | δυφιοαπεικονίσεων |
αιτιατική | τη | δυφιοαπεικόνιση | τις | δυφιοαπεικονίσεις |
κλητική | δυφιοαπεικόνιση | δυφιοαπεικονίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυφιοαπεικονίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυφιοαπεικόνιση θηλυκό
- (σπάνιο, πληροφορική, γραφικά υπολογιστή) διδιάστατος πίνακας (μήτρα) δυφίων που παριστάνει μια εικόνα, αντιστοιχίζοντας κάθε εικονοστοιχείο με ένα ή περισσότερα δυφία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Γιάννης Κάβουρας, «σχόλια για τον όρο και την ΕΛΕΤΟ», 24 Οκτωβρίου 2009
Κατηγορίες:
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)