εγκαλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐγκαλῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκαλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκαλῶ,[1] συνηρημένος τύπος του ἐγκαλέω < ἐν + καλέω / καλῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eŋ.ɡaˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκα‐λώ
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κα‐λώ

Ρήμα[επεξεργασία]

εγκαλώ, πρτ.: εγκαλούσα, αόρ.: εκγάλεσα, παθ.φωνή: εγκαλούμαι, π.αόρ.: εγκλήθηκα

  1. (νομικός όρος) ζητώ (με καταγγελία) από αρμόδια αρχή (εισαγγελία, αστυνομία, λιμενικό κ.λπ.) την ποινική δίωξη κάποιου, που έκανε εις βάρος μου αξιόποινη πράξη η οποία δεν διώκεται αυτεπαγγέλτως
  2. (κατ’ επέκταση) κατηγορώ, καταγγέλλω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις εν και καλώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]