εγκαλών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐγκαλῶν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκαλών η εγκαλούσα το εγκαλούν
      γενική του εγκαλούντος
εγκαλούντα1
της εγκαλούσας
εγκαλούσης*
του εγκαλούντος
    αιτιατική τον εγκαλούντα την εγκαλούσα το εγκαλούν
     κλητική εγκαλών εγκαλούσα εγκαλούν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκαλούντες οι εγκαλούσες τα εγκαλούντα
      γενική των εγκαλούντων των εγκαλουσών των εγκαλούντων
    αιτιατική τους εγκαλούντες τις εγκαλούσες τα εγκαλούντα
     κλητική εγκαλούντες εγκαλούσες εγκαλούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκαλών < αρχαία ελληνική ἐγκαλῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐγκαλῶ, συνηρημένου τύπου του ἐγκαλέω

Μετοχή[επεξεργασία]

εγκαλών, -ούσα, -ούν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]