εγκολπωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκολπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκολπώνομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εγκολπωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εγκολπώνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκολπωμένος
|