ειδησεογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειδησεογραφικός < ειδησεογραφία
Επίθετο[επεξεργασία]
ειδησεογραφικός -ή -ό
- που αναφέρεται στην ειδησεογραφία
- ειδησεογραφικός σταθμός,
- ειδησεογραφική δικτυακή πύλη,
- ειδησεογραφικό πρακτορείο