εισαγγελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εισαγγελικός < εισαγγελέας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.sa(ŋ).ɟe.liˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
εισαγγελικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στον εισαγγελέα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εισαγγελικός
|