εισφοροκλοπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισφοροκλοπή οι εισφοροκλοπές
      γενική της εισφοροκλοπής των εισφοροκλοπών
    αιτιατική την εισφοροκλοπή τις εισφοροκλοπές
     κλητική εισφοροκλοπή εισφοροκλοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισφοροκλοπή < εισφορ(ά) + -ο- + κλοπή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.sfo.ɾo.kloˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐σφο‐ρο‐κλο‐πή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εισφοροκλοπή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr