εισφοροκλοπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.sfo.ɾo.kloˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐σφο‐ρο‐κλο‐πή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εισφοροκλοπή θηλυκό
- (νεολογισμός) η πληρωμή μειωμένων εισφορών σε ασφαλιστικά ταμεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εισφοροκλοπή
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr