εκδρομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδρομή | οι | εκδρομές |
γενική | της | εκδρομής | των | εκδρομών |
αιτιατική | την | εκδρομή | τις | εκδρομές |
κλητική | εκδρομή | εκδρομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδρομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκδρομή (επίθεση) (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική excursion) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek.ðɾoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐δρο‐μή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδρομή θηλυκό
- ταξίδι μικρής διάρκειας για εκπαιδευτικούς ή ψυχαγωγικούς κυρίως λόγους
- ↪ Τα παιδιά πήγαν εκδρομή στο μουσείο φυσικής ιστορίας.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκδράμω
- εκδρομέας
- εκδρομικά (επίρρημα)
- εκδρομικός
- εκδρομισμός
- εκδρομούλα (υποκοριστικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδρομή
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εκδρομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)