ἐκδρομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐκδρομή | αἱ | ἐκδρομαί |
γενική | τῆς | ἐκδρομῆς | τῶν | ἐκδρομῶν |
δοτική | τῇ | ἐκδρομῇ | ταῖς | ἐκδρομαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἐκδρομήν | τὰς | ἐκδρομᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἐκδρομή | ἐκδρομαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκδρομᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐκδρομαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐκδρομή, από τον 5ο αιώνα < ἐκ- + δρομ- μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *der- (τρέχω) + -ή [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐκδρομή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε και τη λέξη δρόμος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εκδρομή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐκδρομή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκδρομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἐκ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)