εκδυτικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκδυτικισμός < εκδυτικίζω + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκδυτικισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκδυτικίζω, η υιοθέτηση ή η μετάδοση του δυτικού τρόπου ζωής και πολιτισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εκδυτικίζω, δυτικός και δύση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδυτικισμός
|