εκκαθαριστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκκαθαριστικό τα εκκαθαριστικά
      γενική του εκκαθαριστικού των εκκαθαριστικών
    αιτιατική το εκκαθαριστικό τα εκκαθαριστικά
     κλητική εκκαθαριστικό εκκαθαριστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκαθαριστικό < ουδέτερο του εκκαθαριστικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ka.θa.ɾi.stiˈko/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκκαθαριστικό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

εκκαθαριστικό