εκμαυλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εκμαυλιστικός
- που εκμαυλίζει ή σχετίζεται με τον εκμαυλισμό ή τον εκμαυλιστή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εκμαυλιστικά
- → δείτε τις λέξεις εκμαυλίζω και μαυλίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκμαυλιστικός
|