εκμηδενιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκμηδενιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
εκμηδενιστικός
- που ακυρώνει, θεωρεί ασήμαντα, απορρίπτει ή αποδομεί τα πάντα
- φονικός
- (φιλοσοφικά μα συχνα μειωτικά) ο μηδενιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκμηδενιστικός
|